• School of Education
  • 2021
    Greek
    372 pages
    Education
    • Η παρούσα διατριβή είχε ως στόχο την ανάπτυξη αυτορρυθμιζόμενης συμπεριφοράς στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου, σε μαθητές γυμνασίου, μέσω του μοντέλου της γνωστικής μαθητείας Ειδικότερα, σκοπός της έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο της διατριβής, υπήρξε η διερεύνηση της επίδρασης ενός αναμορφωμένου μοντέλου γνωστικής μαθητείας, το οποίο να εδράζεται στον εποικοδομισμό (constructivism), αξιοποιώντας θέσεις τόσο του εξωγενούς, ενδογενούς αλλά και του διαλεκτικού εποικοδομισμού, στην αυτορρύθμιση των μαθητών στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου.

      Η έρευνα διεξήχθη σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, επιδιώχθηκε η διερεύνηση της αυτορρύθμισης της συμπεριφοράς των μαθητών γυμνασίου, που συμμετείχαν στην έρευνα, με την αξιοποίηση ενός υπάρχοντος ερευνητικού εργαλείου, του ερωτηματολογίου MSLQ, το οποίο προσαρμόστηκε για τις ανάγκες της έρευνάς μας, και συμπεριέλαβε όλα τα δομικά στοιχεία της αυτορρυθμιζόμενης μάθησης στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου. Ακολούθησε η διερεύνηση του βαθμού εγκυρότητας της εννοιολογικής κατασκευής του ερωτηματολογίου στην αυτορρυθμιζόμενη μάθηση, στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου, καθώς και ο βαθμός αξιοπιστίας του μέσω διερευνητικής αλλά και επιβεβαιωτικής παραγοντικής ανάλυσης. Από την εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες, στις ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στο ερωτηματολόγιο, προέκυψαν 8 παράγοντες οι οποίοι ερμηνεύουν ποσοστό 42% του φαινομένου της αυτορρύθμισης, ποσοστό που θεωρείται αρκετά ικανοποιητικό. Η καλή προσαρμογή των 8 παραγόντων που προέκυψε από την παραγοντική ανάλυση επιβεβαιώθηκε και από τα ευρήματα της επιβεβαιωτικής ανάλυσης.

      Ακολούθως, κατά την α΄ φάση της έρευνας, πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση για επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας, με τη χρήση του στατιστικού πακέτου spss 20 και με την εφαρμογή τόσο περιγραφικής όσο και επαγωγικής στατιστικής. Τα αποτελέσματα της έρευνας, σχετικά με το βαθμό αυτορρύθμισης των μαθητών γυμνασίου που συμμετείχαν στην έρευνα, κατέδειξαν ότι η αυτορρύθμιση των μαθητών στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου βρίσκεται στην περιοχή «αρκετά». Παράλληλα, η έρευνα κατέδειξε ότι τόσο το φύλο των μαθητών όσο και ο τύπος σχολείου φοίτησης σχετίζονται με τα επίπεδα αυτορρύθμισης. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα κατέδειξε ότι τα κορίτσια παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα αυτορρύθμισης σε σχέση με τα αγόρια, ενώ υψηλότερα επίπεδα αυτορρύθμισης φαίνεται να παρουσιάζουν οι μαθητές που φοιτούν σε σχολεία αστικών περιοχών. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις των παραγόντων αυτορρύθμισης, που προέκυψαν από το ερωτηματολόγιο που δόθηκε στους μαθητές, καθώς και συσχετίσεις μεταξύ των παραγόντων.

      Κατά τη β΄ φάση της έρευνας, πραγματοποιήθηκε διδακτικός πειραματισμός, με πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου, με στόχο τη διδασκαλία της αναγνωστικής κατανόησης και της παραγωγής γραπτού λόγου με το μοντέλο της γνωστικής μαθητείας και τη διερεύνηση των επιδράσεων. Οι μαθητές της πειραματικής ομάδας διδάχθηκαν με το αναμορφωμένο μοντέλο της γνωστικής μαθητείας στρατηγικές αναγνωστικής κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου, ενώ για να διερευνηθεί η επίδραση του μοντέλου στη μαθησιακή διαδικασία, πραγματοποιήθηκαν επαναλαμβανόμενες μετρήσεις σχετικά με τη συμμετοχή των μαθητών στη λήψη αποφάσεων, την κατανομή του διδακτικού χρόνου μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών, καθώς και τη χρήση των ειδών του λόγου και της φθίνουσας καθοδήγησης. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι το μοντέλο της γνωστικής μαθητείας συμβάλλει σημαντικά στην συμμετοχή των μαθητών στη λήψη αποφάσεων ενώ τους ευνοεί και όσον αφορά την κατανομή του διδακτικού χρόνου. Όσον αφορά τη χρήση των ειδών του λόγου φαίνεται να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στη χρήση των ειδών του λόγου (σωρευτικός, διερευνητικός, διαλεκτικός) όσον αφορά τα πρότυπα του μελετητή κειμένου, του επεξεργαστή κειμένου και του γραφέα κειμένου. Τέλος, όσον αφορά τις λειτουργίες της φθίνουσας καθοδήγησης, η έρευνα κατέδειξε ότι προκρίνονται η λεκτική και η σιωπηρή αυτό-καθοδήγηση έναντι της εξωτερικής.

      Επίσης, κατά τη β΄ φάση της έρευνας, διερευνήθηκε η συμβολή του μοντέλου της γνωστικής μαθητείας στην ολική ποιότητα της διδασκαλίας με βάση τις κατευθύνσεις ελέγχου ποιότητας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το αναμορφωμένο μοντέλο της γνωστικής μαθητείας συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη των μαθητών, ενώ επιδρά σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας του τελικού αποτελέσματος καθώς οι μαθητές της πειραματικής ομάδας παρουσίασαν σταδιακή πρόοδο από το 1ο -10ο μάθημα και βελτιώθηκαν στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου και συγκεκριμένα στα πρότυπα του επεξεργαστή κειμένου, του μελετητή κειμένου καθώς και του γραφέα κειμένου. Όσον αφορά την ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών των μαθητών, η έρευνα κατέδειξε ότι μέσω της διδασκαλίας με το μοντέλο της γνωστικής μαθητείας, οι μαθητές ικανοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη τους να «μαθαίνουν καλά». Το «μαθαίνω καλά» αναφέρεται στην ικανοποίηση των αναγκών των μαθητών»: να καταλαβαίνουν, να δρουν, να αναγνωρίζονται. Παραπέμπει στη λεγόμενη «καλή διδασκαλία», ως κεντρική έκφραση του ανθρωπιστικού κινήματος. «Μαθαίνω καλά» σημαίνει υποστηρίζομαι άμεσα, μου παρέχονται ευκαιρίες, αντιμετωπίζομαι ως υπεύθυνο ον, ικανοποιώ τις ανάγκες μου (Σαλβαράς, 2013). Τέλος, η έρευνα έδειξε ότι το μοντέλο της γνωστικής μαθητείας συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη των μεταγνωστικών δεξιοτήτων των μαθητών στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου.

      Μετά το τέλος της διδακτικής παρέμβασης, δόθηκε στους μαθητές το αρχικό ερωτηματολόγιο αυτορρύθμισης, ως μετατέστ, για να διαφανεί η επίδραση του μοντέλου της γνωστικής μαθητείας στα επίπεδα αυτορρύθμισης των μαθητών. Τα αποτελέσματα από τη στατιστική επεξεργασία κατέδειξαν ότι τα επίπεδα αυτορρύθμισης των μαθητών της πειραματικής ομάδας, που διδάχθηκαν στρατηγικές αναγνωστικής κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου με το μοντέλο της γνωστικής μαθητείας, μετακινήθηκαν από την περιοχή του αρκετά στο πολύ. Ενώ σε συσχετίσεις που πραγματοποιήσαμε μεταξύ αυτορρύθμισης και συνιστωσών ποιότητας της διδασκαλίας προέκυψε πολύ υψηλή θετική συσχέτιση.

      Συμπερασματικά, η παρούσα έρευνα ανέδειξε την αναγκαιότητα διδασκαλίας στρατηγικών, οι οποίες να προάγουν την αυτορρύθμιση της συμπεριφοράς των μαθητών στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου και το αναμορφωμένο μοντέλο της γνωστικής μαθητείας αποδείχθηκε ότι μπορεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.

    • The aim of this dissertation is the development of self-regulatory behaviour in reading comprehension and in writing in high school students, through the model of cognitive apprenticeship. In particular, the purpose of the research conducted, in the context of the dissertation, was to investigate the effect of a reformed model of cognitive apprenticeship, which is based on constructivism, utilizing positions of both exogenous, endogenous and dialectical constructivism in student’s self-regulation in reading comprehension and in writing.

      The research was conducted in two phases. In the first phase, I sought to investigate the self-regulation of high school students who participated in the research, using an existing research tool, the MSLQ questionnaire, which was adjusted for the needs of my research, and included all its structural elements of self-regulated learning in reading comprehension and in writing. This was followed by the investigation of the degree of validity of the conceptual construction of the questionnaire, in self-regulated learning in reading comprehension and in the production of written speech, as well as the degree of its reliability through exploratory and confirmatory factor analysis. From the application of factor analysis to main components, in the questions included in the questionnaire, 8 factors emerged which explain 42% of the phenomenon of self-regulation, a percentage that is considered quite satisfactory. The good fit of the 8 factors that emerged from the factor analysis was also confirmed by the findings of the confirmatory analysis.

      Then, during the first phase of the research, a statistical analysis was performed to process the research data, using the statistical model SPSS 20 and the application of both descriptive and inductive statistics. The results of the research, regarding the degree of selfregulation of the high school students who participated in the research, showed that the selfregulation of the students in the reading comprehension and in the production of written speech is in the area of "enough". At the same time, the research showed that both the gender of the students and the type of school are related to the levels of self-regulation. More specifically, the research showed that girls have higher levels of self-regulation than boys, while students attending urban schools seem to have higher levels of self-regulation. Then, measurements of the self-regulatory factors were made, which resulted from the questionnaire given to the students, as well as correlations between the factors.

      During the second phase of the research, teaching experimentation was carried out, with an experimental group and a control group, with the aim of teaching reading comprehension and the production of written speech with the model of cognitive apprenticeship and the investigation of the effects. The students of the experimental group were taught with the reformed model of cognitive apprenticeship strategies of reading comprehension and production of written speech, while to investigate the effect of the model on the learning process, repeated measurements were made regarding students' participation in decision making, teaching distribution of time between teacher and students, as well as the use of types of speech and fading. The results of the research showed that the model of cognitive apprenticeship contributes significantly to the participation of students in decision making while it also favours them in terms of the distribution of teaching time. Regarding the use of types of speech, there seems to be a statistically significant difference between the use of types of speech (cumulative, exploratory, dialectical) in terms of the standards of the word scholar, the word processor and the text writer. Finally, regarding the functions of declining guidance, research has shown that verbal and tacit self-guidance predominate over external guidance.

      Also, during the second phase of the research, the contribution of the cognitive apprenticeship model to the overall quality of teaching based on the quality control guidelines was investigated. The results of the research showed that the reformed model of cognitive apprenticeship contributes significantly to the development of students, while it has a significant effect on improving the quality of the final result as the students of the experimental group showed gradual progress from lesson 1 to lesson 10 and improved in both reading comprehension and in the production of written speech and specifically in the standards of the word processor, the word scholar as well as the word writer. In terms of meeting the needs and expectations of students, research has shown that through teaching with the model of cognitive apprenticeship, students have largely met their need to "learn well". "Learning well" refers to the satisfaction of students' needs: to understand, to act, to be recognized. It refers to the so-called "good teaching", as a central expression of the humanitarian movement. "Learning well" means I am directly supported, I am provided with opportunities, I am treated as a responsible being, I satisfy my needs (Salvaras, 2013). Finally, research has shown that the cognitive apprenticeship model has contributed significantly to the development of students' metacognitive skills in reading comprehension and the production of written language.

      After the end of the teaching intervention, the students were given the initial selfregulation questionnaire, as an ‘after-test’, to see the effect of the cognitive apprenticeship model on students' self-regulatory levels. The results from the statistical processing showed that the levels of self-regulation of the students of the experimental group, who were taught strategies of reading comprehension and production of written speech with the model of cognitive apprenticeship, moved from the area of ‘Enough’ to the area of ‘a lot’. While in correlations we made between self-regulation and components of quality of teaching, a very high positive correlation emerged.

      In conclusion, the present study highlighted the need to teach strategies that promote self-regulation of students' behaviour in reading comprehension and written production, and the reformed model of cognitive learning has proven to be able to contribute in this direction.

    Η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση στην αναγνωστική κατανόηση και στην παραγωγή γραπτού λόγου

    1. PhD thesis
    2. greek
      1. Education