-
Η ανάγκη χρήσης βέλτιστων πρακτικών στη διδασκαλία έχει οδηγήσει τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους ερευνητές να αναζητήσουν πολλές διαφορετικές πρακτικές διδασκαλίας, που κυμαίνονται από πιο παραδοσιακές διδακτικές πρακτικές σε πιο ενεργητικές και αλληλοεπιδρασιακές πρακτικές μάθησης. Έτσι, ο πρώτος σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών για το διδακτικό έργο και η ανάδειξη των πρακτικών διδασκαλίας που αντιλαμβάνονται ως βέλτιστες. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τη διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών επιδιώξαμε την καταγραφή των αντιλήψεών τους για τη σημασία των πρακτικών διδασκαλίας που η σχετική βιβλιογραφία αναδεικνύει ως βέλτιστες («δέον»), αλλά και τη διαπίστωση του βαθμού εφαρμογής τους στο επίπεδο της καθημερινής διδακτικής πρακτικής στο ελληνικό σχολείο («είναι»). Οι πρακτικές εκείνες που θεωρούνται τουλάχιστον αρκετά σημαντικές από τους εκπαιδευτικούς και ταυτόχρονα εφαρμόζονται τουλάχιστον αρκετά συχνά στη διδακτική πράξη, αναδείχθηκαν ως βέλτιστες, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους. Ο δεύτερος σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν τόσο ο έλεγχος της συνεισφοράς ενός φάσματος πρακτικών διδασκαλίας στην ολική μάθηση των μαθητών (προσωπική ανάπτυξη, μαθησιακά αποτελέσματα, ικανοποίηση των αναγκών των μαθητών για το «πότε μαθαίνουν πιο καλά»), όσο και η σύγκριση των επιδράσεων της παραδοσιακής διδασκαλίας και ενός συνδυασμού παραδοσιακών και πιο ενεργητικών και αλληλοεπιδρασιακών πρακτικών διδασκαλίας στη μάθηση των μαθητών. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες στον διδακτικό πειραματισμό τοποθετήθηκαν τυχαία σε δύο ίσες ομάδες, πειραματική και ελέγχου και ελέγχθηκε η επίδοσή τους στην αναγνωστική κατανόηση, πριν τη διδακτική παρέμβαση. Οι συμμετέχοντες στην πειραματική ομάδα διδάχθηκαν μέσω ενός συνδυασμού πρακτικών διδασκαλίας, ενώ εκείνοι στην ομάδα ελέγχου διδάχθηκαν μόνο μέσω του παραδοσιακού τρόπου διδασκαλίας, που στηριζόταν κυρίως στη διάλεξη. Κατά τη διάρκεια κάθε μαθήματος στην πειραματική ομάδα, πραγματοποιούνταν ο έλεγχος της κατανομής του διδακτικού χρόνου και της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών, της ανάπτυξης των μαθητών, της ποιότητας του τελικού αποτελέσματος και της ικανοποίησης των αναγκών των μαθητών «να μαθαίνουν πιο καλά». Μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων,πραγματοποιήθηκε μετά-έλεγχος της επίδοσης των συμμετεχόντων και των δύο ομάδων στην αναγνωστική κατανόηση. Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθείται είναι καθαρά ποσοτική και βασίζεται αφενός στη χρήση ερωτηματολογίου, για τον πρώτο σκοπό της έρευνας και αφετέρου στην εφαρμογή διδακτικού πειραματισμού με τη χρήση μιας ποικιλίας εργαλείων (τεστ-κριτηρίων, κλείδα παρατήρησης, φύλλα έργου, δείκτες-κριτήρια, ερωτηματολόγιο) για τον δεύτερο σκοπό της έρευνας. Τα αποτελέσματα του πρώτου μέρους της έρευνας αποκαλύπτουν την παρουσία μιας προσωπικής θεωρίας σχετικά με το διδακτικό έργο και τις βέλτιστες πρακτικές, με τους εκπαιδευτικούς να συνδυάζουν και να ενσωματώνουν στη διδασκαλία τους στοιχεία από όλα τα διδακτικά μοντέλα, αξιοποιώντας τις πρακτικές εκείνες που φαίνεται να λειτουργούν μέσα στην τάξη τους, χωρίς θεωρητικούς περιορισμούς. Επιπλέον, παρόλο που φαίνεται ότι οι εκπαιδευτικοί δεν απορρίπτουν καθόλου τις διδακτικές πρακτικές που εισάγει η παραδοσιακή νεωτερική όψη της διδασκαλίας, εμφανίζονται αρκετές ενδείξεις μεταστροφής του διδακτικού έργου σε μια, πιο συμβατή με τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, μετανεωτερική όψη. Αντίστοιχα, τα αποτελέσματα του δεύτερου μέρους της έρευνας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μια διδακτική πρακτική που να καλύπτει όλες τις μορφές μάθησης ή τις μαθησιακές ανάγκες όλων των μαθητών και άρα να θεωρείται καλύτερη από κάποια άλλη. Αντιθέτως, υπάρχει ένα φάσμα πρακτικών διδασκαλίας, καθεμία εκ των οποίων συνεισφέρει σε διαφορετικό βαθμό στις διάφορες πτυχές της μάθησης και ως εκ τούτου αναδεικνύονται ως αποτελεσματικές, ανάλογα πάντα με τις επιδιώξεις και τους στόχους του μαθήματος. Τέλος, τα αποτελέσματα του διδακτικού πειραματισμού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συνδυαστική χρήση μιας ποικιλίας ερευνητικά αποδεδειγμένων βέλτιστων διδακτικών πρακτικών είναι μια εφικτή εναλλακτική λύση έναντι της παραδοσιακής διδακτικής πρακτικής και αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βελτιστοποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, μέσα στο όραμα της μετανεωτερικής όψης του διδακτικού έργου που έχει αρχίσει να υιοθετείται παγκοσμίως, προσφέροντας μια ισορροπία τόσο στα πιθανά μοντέλα επικοινωνίας και εργασίας όσο και στα είδη και τις μορφές εμφάνισης της γνώσης που μπορούν να αναπτυχθούν.
-
The need of most effective teaching practices has led both educators and researchers to examine multiple approaches, that vary from more traditional to more interactive teaching practices. Therefore, the first goal of this thesis was to examine teachers’ perceptions regarding the instructional process and to highlight the teaching practices that are perceived of as being the most effective. More specifically, it was attempted to record the participants’ perceptions of the importance of the teaching practices that literature highlights as the most effective («δέον» /«ðeon») as well as to ascertain the degree of their implementation in everyday practice in the Greek schools («είναι»/ «[ine]»). The teaching practices that are both considered important enough and are used often enough by the teachers are those that have been evaluated as the most effective, according to teachers’ perceptions. The second goal of this thesis was to examine the contribution of a spectrum of teaching practices on students’ learning, regarding the following dimensions: people shaping effectiveness, final result quality, fulfillment of the students’ needs as well as to compare the impact of the traditional teaching approach versus a combination of traditional and more interactive teaching practices, on learning. More specifically, the participants were randomly divided in two groups (experimental and control group) and their reading comprehension level was tested prior to the instructional intervention. The members of the experimental group were taught through a combination of teaching practices, while the members of the control group were taught only through the traditional approach based on lecture and direct instruction. Throughout each lesson of the experimental group several indicators were documented: the allocation of teaching time and the students’ participation in decision-making, students’ growth, quality of academic performance, fulfillment of students’ need of learning more effectively. After the experimental process was completed, a post-test on the reading comprehension level of all participants took place. The methodological approach of the aforementioned research is quantitative and it is based on a variety of tools: questionnaires, criterion-referenced test, observation form, worksheets, checklists of criteria. First part’s results reveal the presence of a personal theory regarding instructional process and effective teaching practices. Teachers seem to incorporate elements from every teaching model into their teaching by implementing those practices that seem to lead to better results in practice, without worrying about the theoretical limitations. Furthermore, even though teachers seem not to reject the traditional teaching approach, there are several indications of a shift to a more compatible with the demands of the contemporary society, postmodern approach to teaching. Respectively, the results of the second part of the research lead to the conclusion that there is not a sole teaching practice meeting all forms of learning or/and all students’ learning needs, so that it can be considered more effective than others. On the contrary, there is a range of teaching practices, each of which contributes to a different degree to the various aspects of learning and therefore they are regarded as effective - always in relation to the goals and aims of each teaching lesson. Lastly, the results of the teaching experimentation lead to the conclusion that the use of a variety of research-proven effective practices, within the vision of a postmodern teaching approach that has already begun to be adopted worldwide, is a possible alternative solution against traditional teaching approach and constitutes a key factor for the improvement of learning, offering a balance in both communication and students’ work patterns and the types and forms of knowledge that can be developed.
Διδακτικό έργο: Βέλτιστες πρακτικές διδασκαλίας – διαμόρφωση δεικτών-κριτηρίων ελέγχου ποιότητας
- PhD thesis
- greek
-
- Education -- Teachers