Η Ετεροκανονικότητα ως Μήτρα Ομοφοβικού και Τρανσφοβικού Εκφοβισμού στα Σχολεία: Μελέτη Εμπειριών στο Πλαίσιο της Ελληνοκυπριακής Εκπαίδευσης

  1. Charalambous, Georgia
  2. School of Education
  3. Department of Education
  4. 25 Σεπτεμβρίου 2025
  5. Greek
  6. 352
  7. Avraamidou, Lucy | Psaltis, Charis | Phellas, Constantinos
  8. Ομοφοβία | Τρανσφοβία | Heteronormativity | Έμφυλα στερεότυπα | Σχολικό περιβάλλον | ΛΟΑΤΚΙ+ | Μαθητές
  9. Σχολικό περιβάλλον -- Έμφυλα στερεότυπα
    • Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει το πώς η ετεροκανονικότητα – ως κυρίαρχη κοινωνική και πολιτισμική νόρμα που προτάσσει την ετεροφυλοφιλία ως τη μόνη «φυσιολογική» και αποδεκτή μορφή σεξουαλικής έκφρασης και ταυτότητας – λειτουργεί ως θεμέλιο και αναπαραγωγικός μηχανισμός ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού στο σχολικό πλαίσιο. Εστιάζοντας στο ελληνοκυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, η παρούσα διατριβή στοχεύει να καλύψει το βιβλιογραφικό κενό που εντοπίζεται όσον αφορά την σε βάθος διερεύνηση των σχολικών εμπειριών των ιδίων των
      ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, παράλληλα με αυτές των εκπαιδευτικών και να φωτίσει μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες των συμμετεχόντων/ουσών τη σχέση των ετεροκανονικών αντιλήψεων -όπως και των αλληλένδετων με αυτές έμφυλων στερεοτύπων- με το φαινόμενο του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού.
      Η εν λόγω έρευνα αποτελεί μία ποιοτική πολλαπλή μελέτη περίπτωσης, η οποία διενεργεί μία ενδελεχή και εις βάθος ερμηνευτική προσέγγιση του οριοθετημένου συστήματος των σχολικών εμπειριών ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, καθώς και εκπαιδευτικών σε σχέση με το φαινόμενο της ομοφοβίας και τρανσφοβίας στο εκπαιδευτικό πλαίσιο της Κύπρου. Η ανάλυση εστιάζει αφενός στις βιωματικές αφηγήσεις των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, και αφετέρου στις πεποιθήσεις, στάσεις και πρακτικές των εκπαιδευτικών, προκειμένου να αναδειχθεί η σύνδεση ανάμεσα στις ετεροκανονικές και έμφυλες αντιλήψεις και την εκδήλωση ομοφοβικών/τρανσφοβικών περιστατικών στο σχολικό περιβάλλον, οι
      οποίες συλλέχθηκαν μέσω ατομικών συνεντεύξεων. Με τη χρήση αφηγηματικής έρευνας και βιογραφικών προσεγγίσεων συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν σε βάθος ημι-δομημένες συνεντεύξεις 20 ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, πρώην μαθητών/τριών, ηλικίας 18-22, καθώς και 10 εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζονται στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση της Κύπρου, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 5 συναπτά έτη, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού ή/και ταυτότητας φύλου. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση τεχνικών ανοικτής κωδικοποίησης, με στόχο να απαντηθούν τα ερωτήματα της έρευνας.
      Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας, στο πλαίσιο της προσέγγισης της Queer Theory,
      ανέδειξαν τη στενή σχέση μεταξύ των ετεροκανονικών αντιλήψεων που αναπαράγονται στο σχολικό περιβάλλον και της εκδήλωσης φαινομένων ομοφοβίας και τρανσφοβίας. Ειδικότερα, τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι η ετεροκανονικότητα λειτουργεί ως ρυθμιστικός λόγος εξουσίας, ο οποίος περιθωριοποιεί τις μη συμμορφούμενες έμφυλες και σεξουαλικές ταυτότητες. Μέσα από τις αφηγήσεις των συμμετεχόντων/ουσών αναδείχθηκαν οι τρόποι με τους οποίους η έμφυλη και σεξουαλική ετερότητα αποσιωπάται ή ακυρώνεται εντός του κυρίαρχου ετεροκανονικού πλαισίου, το οποίο δεν
      αφήνει χώρο για την αναγνώριση και νοηματοδότηση μη κανονιστικών ταυτοτήτων. Ως εκ τούτου, η διαδικασία αυτή συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός αποκλειστικού και πολύ συχνά επιβλαβούς σχολικού περιβάλλοντος για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση των δεδομένων έχουν προκύψει τα ακόλουθα ευρήματα: 1) οι συμμετέχοντες/ουσες βίωσαν εσωτερική σύγκρουση και αναστάτωση όταν συνειδητοποίησαν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή/και την ταυτότητα φύλου τους, 2) οι συμμετέχοντες/ουσες επιστράτευσαν τρόπους αορατότητας/απόκρυψης
      του σεξουαλικού προσανατολισμού ή/και της ταυτότητας φύλου τους, 3) οι συμμετέχοντες/ουσες δέχτηκαν σε μεγάλο βαθμό βία και απόρριψη στο σχολείο, 4) στην πλειοψηφία τους οι εκπαιδευτικοί εκδηλώνουν παθητική στάση ή απόρριψη προς τους/τις ΛΟΑΤΚΙ+ μαθητές/τριες και την εμπειρία τους, 5) οι ετεροκανονικές αντιλήψεις και τα έμφυλα στερεότυπα είναι διάχυτα στο πλαίσιο του επίσημου και ανεπίσημου αναλυτικού προγράμματος, 6) η διεύθυνση του σχολείου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο
      στον τρόπο διαχείρισης περιστατικών ομοφοβικού ή/και τρανσφοβικού εκφοβισμού, 7) οι εκπαιδευτικοί δεν λαμβάνουν επαρκή επιμόρφωση, ενημέρωση και υποστήριξη σε θέματα που αφορούν την ετεροκανονικότητα, τη διαφορετικότητα και τη διαχείριση φαινομένων ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού, και 8) στα σχολεία συντηρούνται και αναπαράγονται οι ετεροκανονικές αντιλήψεις και τα
      έμφυλα στερεότυπα που εντοπίζονται και στην ευρύτερη κοινωνία, παρουσιάζοντας παράλληλα αδυναμία στην πρόληψης και αντιμετώπισής των συνεπειών τους. Τέλος, η διατριβή καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση των φαινομένων ομοφοβίας και τρανσφοβίας στο σχολικό περιβάλλον, εστιάζοντας σε παρεμβάσεις που αφορούν το αναλυτικό πρόγραμμα, με έμφαση στην αποδόμηση έμφυλων και ετεροκανονικών αντιλήψεων, συμπερίληψη και ορατότητα της διαφορετικότητας, καθώς και την ουσιαστική επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας· και, τέλος, τη χάραξη και εφαρμογή θεσμικών πολιτικών που
      διασφαλίζουν την ισότητα, την ασφάλεια και την ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στο σχολείο.

  10. Heteronormativity as a Matrix of Homophobic and Transphobic Bullying in Schools: A Study of Experiences within the Context of Greek-Cypriot Education
  11. English
    • This PhD thesis examines how heteronormativity - as the dominant social and cultural norm that promotes heterosexuality as the only 'normal' and acceptable form of sexual expression and identity - functions as a foundation and reproductive mechanism of homophobic and transphobic bullying in the school context. Focusing on Cypriot educational system, the dissertation seeks to address the existing gap in the literature concerning an in-depth exploration of the school experiences of LGBTQI+ individuals themselves, alongside those of educators. Through the personal narratives of the participants, it sheds light on the relationship between heteronormative perceptions—and the gendered stereotypes intertwined with them—and the phenomenon of homophobic and transphobic bullying.
      This research constitutes a qualitative case study that conducts a thorough and in-depth interpretive investigation of the bounded system of school experiences of LGBTQI+ individuals and educators in relation to the phenomenon of homophobia and transphobia within the Cypriot educational context. The analysis focuses, on the one hand, on the lived narratives of LGBTQI+ individuals and, on the other, on the beliefs, attitudes, and practices of educators, in order to highlight the connection between heteronormative and gendered perceptions and the manifestation of homophobic/transphobic incidents in school settings, which were collected through individual interviews. Through the use of narrative inquiry and biographical approaches, in-depth semi-structured interviews were collected and analysed from 20 LGBTQI+ individuals, former students aged 18–22, as well as 10 primary and secondary school teachers who have been working in public and private schools in Cyprus for at least the past five consecutive years, regardless of sexual orientation and/or gender identity. The data analysis was conducted using open coding techniques, with the aim of addressing the research questions.
      The findings of the present research, within the framework of the Queer Theory approach, highlighted the close relationship between the heteronormative perceptions reproduced in the school environment and the manifestation of homophobia and transphobia phenomena. In particular, the findings demonstrate that heteronormativity functions as a regulatory discourse of power, which marginalizes non-conforming gender and sexual identities. Through the narratives of the participants, the research reveals the ways in which gender and sexual otherness are silenced or invalidated within the dominant heteronormative framework, which leaves no room for the recognition and meaning-making of non-normative identities. As a result, this process significantly contributes to the formation of an exclusionary and often harmful school environment for LGBTQI+ individuals. In particular, the following findings have emerged from the analysis of the data: 1) participants experienced internal conflict and distress when they became aware of their sexual orientation and/or gender identity, 2) participants recruited ways of invisibility/concealment of their sexual orientation and/or gender identity, 3) participants were largely subjected to violence and rejection at school, 4) the majority of teachers manifest passive attitudes or rejection towards LGBTQI+ students and their experiences; 5) heteronormative perceptions and gender stereotypes are pervasive within the formal and informal curriculum, 6) school leadership plays a crucial role in the way homophobic and/or transphobic bullying incidents are handled; 7) teachers do not receive
      5
      adequate training, information and support on issues related to heteronormativity, diversity and the management of homophobic and transphobic bullying; and 8) schools maintain and reproduce the heteronormative attitudes and gender stereotypes that are also found in the wider society, while showing weakness in preventing and dealing with their consequences. Finally, the thesis concludes with specific proposals for addressing the phenomena of homophobia and transphobia in the school environment, focusing on interventions related to the curriculum, with emphasis on the deconstruction of gender and heteronormative perceptions, inclusion and visibility of diversity, as well as the effective education and training of teachers on gender and sexuality issues; and finally, the development and implementation of institutional policies that ensure equality, safety and visibility of LGBTQI+ people in school.

Copyright © University of Nicosia Library
Developed by INTEROPTICS | Powered by ReasonableGraph.org